- πυρήϊον
- τὸ, Αιων. τ. βλ. πυρείο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πυρείο — το / πυρεῑον, ΝΜΑ, και ιων. τ. πυρήϊον Α νεοελλ. τεχνολ. μικρό και λεπτό κομμάτι από ξύλο ή χαρτόνι, στο ένα άκρο τού οποίου υπάρχει κεφαλή από εύφλεκτο υλικό που μπορεί να αναφλεγεί με τριβή σε κατάλληλη επιφάνεια, κν. σπίρτο μσν. αρχ. 1. (στον… … Dictionary of Greek